- αλατόπετρα
- η камень для измельчения соли
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αλατόπετρα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 940 μ., 140 κάτ.) του νομού Γρεβενών. Βρίσκεται στις ανατολικές πλαγιές της Πίνδου, δυτικά των Γρεβενών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θεόδωρου Ζιάκα. * * * η λεία και σφαιρική πέτρα, με την οποία τρίβουν πρόχειρα το… … Dictionary of Greek
αλατόπετρα — η πέτρα στρογγυλή και ομαλή με την οποία –πάνω σε μια άλλη– τρίβουν πρόχειρα το αλάτι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)